- πολυδιήγητος
- -η, -ο1. για γεγονότα, αυτός που για τη διήγησή του χρειάζεται πολύς χρόνος.2. ο γεμάτος περιπέτειες: Πολυδιήγητα ταξίδια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυδιήγητος — η, ο, Ν 1. (για γεγονός) αυτός που απαιτεί πολύ χρόνο για να τόν διηγηθεί κανείς 2. συνεκδ. περιπετειώδης («πολυδιήγητη εκδρομή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + διήγητος (< διηγούμαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek